knowingly Posted on 12 Ιουνίου 2019 by HonoLulu — Leave a reply knowinglyΠροφοράhttps://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/agglika/mp3/k/knowingly.mp3{‘nəʋıŋlı} (Ουσιαστικό)● γνωρίζων (Επίρρημα)● εν γνώσει● ενσυνειδητώς● εσκεμμένα● με σημασία● πονηρά● σκόπιμα● επιστάμενα Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση