knowingly


knowingly
Προφορά

{‘nəʋıŋlı}

(Ουσιαστικό)
● γνωρίζων

(Επίρρημα)
● εν γνώσει
● ενσυνειδητώς
● εσκεμμένα
● με σημασία
● πονηρά
● σκόπιμα
● επιστάμενα

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.