knot


knot
Προφορά

{nɒt}

(Ουσιαστικό)
● κόμπος
● κόμβος
● δεσμός
● όζος
● όμιλος
● φιόγκος
● ρόζος ξύλου
● ναυτικός κόμβος
● δυσκολία

(Ρήμα)
● δένω
● συνδέω
● δένω με κόμβο

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.