knock


knock
Προφορά

{nɒk}

(Ουσιαστικό)
● κτύπος
● οικονομική ζημιά
● χτύπημα
● χτύπος

(Ρήμα)
● χτυπώ
● κρούω
● κτυπώ

Αγγλικά Ελληνικά — Μετάφραση

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.