ωτορραγία


ωτορραγία
Προφορά

Ετυμολογία
ωτορραγία ους, ωτός + ρήγνυμι

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ωτορραγία

✦ ιατρ. αιμορραγία του αφτιού που οφείλεται είτε σε τραυματική βλάβη είτε σε παθολογική αιτία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.