ως


ως
Προφορά

Ετυμολογία
ως αρχαία ελληνική ἕως

Ερμηνεία
ως

✦ πρόθ. έως, μέχρι, ίσαμε (τοπικά ή χρονικά): η απόσταση ως εκεί δεν είναι μεγάλη – από το πρωί ως το βράδυ
✦ επίρρ. (αρχαία ελληνική ὡς) (αναφορ. – τροπικό) καθώς, όπως: ως συμβαίνει πάντοτε
✦ (μόριο) ομοιωματικό σαν: δροσίζεις το μέτωπό μου ως γλυκύτατη αύρα (Ν. Καρούζος)
✦ για να δηλώσει πραγματική κατάσταση ή ιδιότητα: ως υπουργός έχει ευθύνη
✦ ως κατηγορηματικός προσδιορισμός ουσιαστικού ή αντωνυμίας: η εκλογή του ως καθηγητή – ανέλαβε τις ευθύνες ως μεγαλύτερος
✦ ευθύς, μόλις: τρόμαξα ως τον είδα
✦ ενώ, εκεί που: ως έτρωγα κι ως έπινα σε μαρμαρένια τάβλα (δημ. τραγ.)
✦ (ποσοτ.) περίπου, σχεδόν: ήταν ως εκατό άνθρωποι
✦ (μόρ. επιτατικό) ακόμα και: στρυφνός άνθρωπος, ως και με τ’ αδέρφια του δε μιλιέται

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.