ωκύπτερος


ωκύπτερος
Προφορά

Ετυμολογία
ωκύπτερος αρχαία ελληνική ὠκύς (= γρήγορος) + πτερόν

Ερμηνεία
επίθετο┘ ωκύπτερος -η, -ο

✦ που πετάει γοργά, γοργόφτερος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.