ωκυτόκος


ωκυτόκος
Προφορά

Ετυμολογία
ωκυτόκος αρχαία ελληνική ὠκυτόκος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ωκυτόκος -ος, -ο

✦ που γεννά γρήγορα, εύκολα, ευκολογέννητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.