οψιγενής


οψιγενής
Προφορά

Ετυμολογία
οψιγενής μεταγενέστερη ελληνική ὀψιγενής

Ερμηνεία
επίθετο┘ οψιγενής -ής, -ές

✦ αυτός που γεννήθηκε μετά το θάνατο του πατέρα του
✦ που εκδηλώνεται καθυστερημένα, αφού έχει παρέλθει ο κατάλληλος χρόνος: οψιγενές ενδιαφέρον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.