Κ

καταδρομικό κατακυρίευση
καταδρομικός κατακυριεύω
καταδυναστεία κατακυρώνω
καταδυνάστευση κατακύρωση
καταδυναστεύω κατακυρωτικός
καταδύομαι καταλαβαίνω
κατάδυση καταλαγιάζω
καταδυτικός καταλάγιασμα
καταζήτηση καταλαλητής
καταζητούμενος καταλαλητό
καταζητώ καταλαλήτρα
καταζώστης καταλαλιά
κατάθεση κατάλαλος
καταθέτης καταλαλώ
καταθέτρια καταλαμβάνω
καταθέτω καταλάμπω
καταθλίβω καταλανικός
καταθλιπτικός καταλασπώνω
κατάθλιψη καταλέγω
καταθορυβώ καταλείπω
καταιγίδα καταλεπτώς
καταιγισμός καταλερώνω
καταιγιστικός κατάλευκος
καταϊδρώνω καταλήγω
καταιόνηση καταληκτικός
καταιονητήρ κατάληξη
καταιονίζω καταληπτικός
καταιονισμός καταληπτός
καταιονώ καταληχτικός
καταισχύνη κατάληψη
καταισχύνω καταληψία
κατακαημένος καταληψίας
κατακάθαρος καταλλαγή
κατακάθημαι κατάλληλος
κατακάθι καταλληλότητα
κατακαθίζω καταλλήλως
κατακάθισμα καταλογάδην
κατακάθομαι καταλογή
κατακαίνουργος καταλογίζω
κατακαίνουριος καταλογισμός
κατακαίω καταλογιστέος
κατακαλόκαιρα καταλογιστόν
κατακαλόκαιρο κατάλογος
κατακαμπής κατάλοιπο
κατάκαρδα κατάλοιπος
κατάκαυση κατάλυμα
κατάκειμαι καταλυπώ
κατακεραυνώνω κατάλυση
κατακερματίζω καταλυτής
κατακερματισμός καταλύτης
κατακέφαλα καταλυτικός
κατακεφαλιά καταλύτρα
κατακιτρινίζω καταλύω
κατακίτρινος καταλώ
κατάκλαση καταμαγεύω
κατακλέβω καταμαράν
κατακλείδα καταμαρτύρηση
κατακλείνω καταμαρτυρία
κατάκλειστος καταμαρτυρώ
κατακλίνομαι κατάματα
κατάκλιση καταμαυρίζω
κατακλύζω κατάμαυρος
κατακλυσμιαίος καταμερίζω
κατακλυσμικός καταμέριση
κατακλυσμός καταμερισμός
κατακόβω καταμεσήμερο
κατάκοιτος καταμεσής
κατακοκκινίζω κατάμεστος
κατακόκκινος καταμέτρημα
κατακόμβη καταμέτρηση
κατακομματιάζω καταμετρητής
κατακομμάτιασμα καταμετρητικός
κατάκοπος καταμετρώ
κατακόπτω καταμήνιος
κατακόρυφος καταμήνυση
κατάκορφος καταμηνυτής
κατακόσμηση καταμηνυτικός
κατακόσμητος καταμηνύτρια
κατάκοσμος καταμηνύω
κατακοσμώ καταμόναχος
κατακουράζω κατάμονος
κατακουρελιάζω καταμόσχευση
κατακράτηση καταμοσχεύω
κατακρατώ κατάμουτρα
κατακραυγάζω καταναγκάζω
κατακραυγή καταναγκασμός
κατακρεούργηση καταναγκαστικός
κατακρεουργώ καταναλίσκω
κατακρημνίζω καταναλώνω
κατακρήμνιση κατανάλωση
κατακρήμνισμα καταναλώσιμος
κατακρίνω καταναλωτής
κατάκριση καταναλωτικός
κατακριτέος καταναλωτισμός
κατάκρυος καταναλωτός
κατάκτηση καταναλώτρια
κατακτητής καταναυμαχώ
κατακτητικός κατανεμητής
κατακτήτρια κατανέμω
κατακτώ κατάνευση