ζεϊμπέκης


ζεϊμπέκης
Προφορά

Ετυμολογία
ζεϊμπέκης └τουρκ┘zeybek

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ζεϊμπέκης

✦ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, για μειονότητα στην περιοχή της Προύσας και του Αϊδινίου που αποτελούσαν εξισλαμισμένοι Έλληνες, με ιδιαίτερη ενδυμασία και έθιμα
✦ άτακτος στρατιώτης ή χωροφύλακας της Οθωμ. Αυτοκρατορίας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.