ζευκτήρας


ζευκτήρας
Προφορά

Ετυμολογία
ζευκτήρας μεταγενέστερη ελληνική ζευκτήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ζευκτήρας

✦ το λουρί με το οποίο δένεται το βόδι στο ζυγό, ζευγόλουρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.