ζευγαρώνω


ζευγαρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ζευγαρώνω ζευγάρι

Ερμηνεία
ρήμα ζευγαρώνω

✦ συνδέω ανά δύο
✦ φέρνω σε επαφή ζώα διαφορετικού φύλου για αναπαραγωγή
✦ οργώνω, ζευγαρίζω
✦ (αμτβ.) έρχομαι σε σύζευξη, σμίγω για να αποτελέσω ζευγάρι

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.