ζεμπίλι


ζεμπίλι
Προφορά

Ετυμολογία
ζεμπίλι └τουρκ┘zempil

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το ζεμπίλι

✦ είδος σάκου από πλεχτή ψάθα: οι αγαθοί νοικοκυραίοι ξεμύτιζαν, με τα ζεμπίλια στο χέρι… να κάμουν τα ψώνια της μέρας (Π. Πρεβελάκης)
✦ φρ. λεφτά με το ζεμπίλι, άφθονα χρήματα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.