ζαρώνω


ζαρώνω
Προφορά

Ετυμολογία
ζαρώνω μεσαιωνική ελληνική ζαρώνω

Ερμηνεία
ρήμα ζαρώνω

✦ ρυτιδώνω, πτυχώνω
✦ (αμτβ.) αποκτώ πτυχές, ρυτιδώνομαι
(μτφ. ) συμμαζεύομαι από κρύο, φόβο ή ντροπή: ζάρωσε σε μια γωνιά κι ούτε ξανακούστηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.