ζαλίζω


ζαλίζω
Προφορά

Ετυμολογία
ζαλίζω μεσαιωνική ελληνική ζαλίζω

Ερμηνεία
ρήμα ζαλίζω

✦ προκαλώ ζάλη: με ζαλίζει τόση επιθυμία, που χάνομαι (Ζ. Καρέλλη)
(μτφ. ) ενοχλώ, ιδ. με πολλά λόγια, σκοτίζω
✦ ζαλίζομαι, αισθάνομαι ίλιγγο ή σκοτοδίνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.