γεροντοδερμία


γεροντοδερμία
Προφορά

Ετυμολογία
γεροντοδερμία γέροντο- (

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γεροντοδερμία

(ιατρ.) συγγενής πάθηση του δέρματος που εμφανίζει γεροντικούς χαρακτήρες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.