γεροντισμός


γεροντισμός
Προφορά

Ετυμολογία
γεροντισμός γέρων, -οντος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο γεροντισμός

✦ γεροντική διάπλαση
✦ γεροντική αδυναμία του πνεύματος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.