γεροκούσαλο Posted on 30 Ιουλίου 2018 by HonoLulu — Leave a reply γεροκούσαλοΠροφοράhttp://lexiko.ellinopedia.com/wp-content/uploads/mp3/2/γεροκούσαλο.mp3Ετυμολογίαγεροκούσαλο γέρος + κούσαλο (= φρύγανο) Ερμηνείαουσιαστικό└ουδέτερο┘ το γεροκούσαλο ✦ ο καταβεβλημένος από τα γηρατειά Συνώνυμα–Αντίθετα–Επιρρήματα–