γενναιόδωρος


γενναιόδωρος
Προφορά

Ετυμολογία
γενναιόδωρος γενναίος + δώρον

Ερμηνεία
επίθετο┘ γενναιόδωρος -η, -ο

✦ ανοιχτοχέρης, γαλαντόμος, που προσφέρει άφθονα δώρα

Συνώνυμα
μεγαλόδωρος, απλοχέρης, χουβαρντάς
Αντίθετα
φειδωλός, τσιγκούνης, μίζερος
Επιρρήματα
γενναιόδωρα (Κ γενναιοδώρως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.