γενναιοφροσύνη


γενναιοφροσύνη
Προφορά

Ετυμολογία
γενναιοφροσύνη γενναιόφρων

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η γενναιοφροσύνη

✦ μεγαλοψυχία, επιείκεια προς τον εχθρό
✦ γενναιοδωρία

Συνώνυμα
(η) ουσ. μεγαλοψυχία, επιείκεια προς τον εχθρό | γενναιοδωρία
Αντίθετα
μικροψυχία, μικροπρέπεια
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.