γενικός
Προφορά
Ετυμολογία
γενικός αρχαία ελληνική γενικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ γενικός -ή, -ό
✦ καθολικός
✦ ασαφής, αόριστος
✦ το αρσ. γενικός ως ουσ., ο ανώτερος απ’ όλους σε ορισμένη υπηρεσία
✦ το θηλ. γενική ως ουσ., η δεύτερη από τις πέντε πτώσεις
Συνώνυμα
κοινός, ενιαίος
Αντίθετα
μερικός, ειδικός ,συγκεκριμένος
Επιρρήματα
γενικά (Κ γενικώς)