Α

ανασκαλεύω ανατύπωση
ανασκαφέας άναυδος
ανασκαφή άναυλα
ανασκαφικός άναυλος
ανασκάφτω αναύλωτος
ανάσκελα αναύξητος
ανάσκελος αναυπήγητος
ανασκέλωμα αναυτολόγητος
ανασκελώνω αναφαίνομαι
ανασκευάζω αναφαίρετος
ανασκευαστής αναφανδόν
ανασκευαστικός αναφέρω
ανασκευάστρια αναφιλητό
ανασκευή αναφλέγω
ανάσκητος αναφλεκτήρας
ανασκίρτημα ανάφλεξη
ανασκίρτηση αναφομοίωτος
ανασκιρτώ αναφορά
ανασκολοπίζω αναφορικός
ανασκολόπιση αναφουφουδιάζω
ανασκολοπισμός αναφουφουλιάζω
ανασκοπή αναφροδισία
ανασκόπηση αναφροδισιακός
ανασκοπώ αναφρόδιτος
ανασκούμπωμα αναφτερουγιάζω
ανασκουμπώνω αναφτερουγίζω
ανασπάζομαι αναφτερώνω
ανάσπαση αναφτός
ανασπώ άναφτος
άνασσα ανάφτω
ανάσσω αναφυλαξία
ανάστα αναφύομαι
ανασταίνω αναφύσημα
ανασταλτικός αναφυσώ
ανασταλτός αναφύτευση
ανάσταση αναφυτεύω
αναστάσιμος αναφώνημα
ανάστατος αναφώνηση
αναστάτωμα αναφωνητό
αναστατώνω αναφωνώ
αναστάτωση αναχαιτίζω
αναστέλλω αναχαίτιση
αναστέναγμα αναχαίτισμα
αναστεναγμός αναχαράζω
αναστενάζω αναχάσκω
αναστενάρης αναχλιαίνω
αναστενάρια αναχλοάζω
αναστενάρισσα αναχρονίζω
ανάστερος αναχρονικός
αναστηλώνω αναχρονισμός
αναστήλωση αναχρονιστικός
αναστηλωτικός ανάχυμα
ανάστημα ανάχυση
αναστήνω ανάχωμα
αναστολή αναχωματίζω
αναστομώνω αναχωματώνω
αναστόμωση αναχωμάτωση
αναστρέφω αναχώρηση
αναστρέψιμος αναχωρητήριο
άναστρος αναχωρητής
αναστροφή αναχωρητικός
ανάστροφος αναχωρητισμός
αναστυλώνω αναχωρώ
αναστύλωση ανάχωση
αναστυλωτικός άναψη
αναστυνόμευτος αναψηλάφηση
ανασυγκρότηση αναψηλαφώ
ανασυγκροτώ αναψηφίζω
ανασύνδεση αναψήφιση
ανασυνδέω αναψηφισμός
ανασύνθεση αναψοκοκκινίζω
ανασυνθέτω αναψυκτήριο
ανασυνιστώ αναψυκτικό
ανασύνταξη ανάψυξη
ανασυντάσσω αναψυχή
ανάσυρμα αναψύχω
ανάσυρση άνδηρο
ανασυρτός ανδραγάθημα
ανασύρω ανδραγαθία
ανασυσταίνω ανδραγαθώ
ανασύσταση ανδραδέλφη
ανασφάλεια ανδράδελφος
ανασφαλής ανδραποδίζω
ανασφάλιστος ανδραποδισμός
ανάσχεση ανδράποδο
ανασχετικός άνδρας
ανασχετός ανδρεία
ανασχηματίζω ανδρείκελο
ανασχηματισμός ανδρείος
ανασώζω ανδρειώνομαι
ανάταξη ανδριάντας
ανατάξιμος ανδριαντοποιία
αναταξιμότητα ανδριαντοποιός
ανατάραγμα ανδρικός
αναταράζω ανδρισμός
ανατάραξη ανδρογόνα
αναταραχή ανδρογυναίκα
ανάταση ανδρογυνία
ανατάσσω ανδρογυνισμός
ανατατικός ανδρόγυνο
ανατείνω ανδρόγυνος
ανατειχίζω ανδροκεντρικός
ανατείχιση ανδροκοίτης
ανατειχισμός ανδροκρατία
ανατέλλω ανδροκρατικός
ανατέμνω ανδροκρατούμαι
ανατίθεμαι ανδρολογία
ανατίμηση ανδρολόγος
ανατιμητικός ανδρομανής
ανατιμώ ανδρομανία
ανατίναγμα ανδρόπαυση
ανατινάζω ανδροπρέπεια
ανατίναξη ανδροπρεπής
ανατοκίζω ανδρωνίτης
ανατοκισμός ανδρώνομαι
ανατολή ανδρωνυμικός
ανατολίζω άνδρωση
ανατολικομεσημβρινός ανέβα
ανατολικός ανεβάζω
ανατολιστής ανεβαίνω
ανατολίτης ανεβασιά
ανατολίτικος ανέβασμα
ανατολίτισσα ανεβατός
ανατομείο ανεβοκατεβάζω
ανατομή ανεβοκατεβαίνω
ανατομία ανεβοκατέβασμα
ανατομικός ανέγγιχτος
ανατόμος ανεγγύητος
ανατοποθέτηση ανέγγυος
ανατοποθετώ ανεγείρω
ανατρεπτικός ανέγερση
ανατρέπω ανεγκαινίαστος
ανατρέφω ανεγκεφαλία
ανατρέχω ανεγκέφαλος
ανατρέψιμος ανέγκλητος
ανατριχιάζω ανεγκλιμάτιστος
ανατρίχιασμα ανεγκωμίαστος
ανατριχιαστικός ανέγνοιαστος
ανατριχίλα ανεγνωμιά
ανάτριχος ανέγνωμος
ανατρομάζω ανεγνωρισμένως
ανατροπέας ανέγνωρος
ανατροπή ανεγχείρητος
ανατροφή ανεδαφικός
ανατροφοδότηση ανεδαφικότητα
ανατροφοδοτώ ανειδίκευτος
ανατροχάζω ανειδοποίητος
ανατροχασμός ανείδωτος
ανάτυπο ανείκαστος
ανατυπώνω ανεικονικός