ψηλός


ψηλός
Προφορά

Ετυμολογία
ψηλός μεσαιωνική ελληνική ψηλός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ψηλός -ή, -ό

✦ που έχει ύψος μεγαλύτερο από το κανονικό
✦ που βρίσκεται σε αρκετό ύψος από ορισμένη επιφάνεια
✦ (για ήχους) έντονος, οξύς

Συνώνυμα

Αντίθετα
κοντός, χαμηλός
Επιρρήματα
ψηλά

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.