ανύπαρχτος


ανύπαρχτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανύπαρχτος μεταγενέστερη ελληνική ἀνύπαρκτος

Ερμηνεία
ανύπαρχτος

✦ κ. ανύπαρχτος, -η, -ο επίθ. (Κ -κτος, -ον) που δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, φανταστικός

Συνώνυμα

Αντίθετα
υπαρκτός, πραγματικός
Επιρρήματα
ανύπαρκτα κ.ανύπαρχτα (Κ ανυπάρκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.