ανόρεχτος


ανόρεχτος
Προφορά

Ετυμολογία
ανόρεχτος αρχαία ελληνική ἀνόρεκτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανόρεχτος -η, -ο

✦ ο χωρίς όρεξη
(μτφ. ) άκεφος, δύσθυμος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ορεξάτος, κεφάτος
Επιρρήματα
ανόρεχτα (Κ ανορέκτως)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.