αντώνυμο
Προφορά
Ετυμολογία
αντώνυμο αντί + αιολ. ὄνυμα (όνομα)• └αγγλ┘antonym, └γαλλ┘ antonyme
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντώνυμο
✦ λέξη με σημασία αντίθετη προς άλλη, π.χ. γέρος – νέος, κρύος – ζεστός, ά. αντίθετο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–