αντροκαλώ
Προφορά
Ετυμολογία
αντροκαλώ άντρας + καλώ
Ερμηνεία
αντροκαλώ
✦ -είς, -εί κ. -άς, -ά ρ. (αντροκάλ-εσα, -εσμένος) προκαλώ κάποιον σε πάλη, μονομαχία ή οποιοδήποτε αγώνα: εσένα αντροκαλώ και σήκω να παλέψεις (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–