αντλώ


αντλώ
Προφορά

Ετυμολογία
αντλώ αρχαία ελληνική ἀντλῶ

Ερμηνεία
ρήμα αντλώ -είς, -εί

✦ ανασύρω νερό ή άλλο υγρό, με αντλία ή άλλη συσκευή
(μτφ. ) πορίζομαι, παίρνω, αποκομίζω: έχει αντλήσει πολύτιμα διδάγματα από τη θητεία του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.