αντιτείχισμα
Προφορά
Ετυμολογία
αντιτείχισμα αρχαία ελληνική ἀντι-τείχισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντιτείχισμα
✦ στερεή τετράγωνη κολόνα για τη στήριξη αψιδωτής αντηρίδος κτιρίου
✦ οχυρωματικό τείχισμα που ανεγείρεται απέναντι από άλλο οχυρωματικό τείχισμα: έκοψε όλα τα «ιερά άλση» των Αθηνών… για να φκιάσει νέες μηχανές και αντιτειχίσματα (Κ. Βάρναλης)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–