αντισφαιρίστρια


αντισφαιρίστρια
Προφορά

Ετυμολογία
αντισφαιρίστρια αντισφαιρίζω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο αντισφαιρίστρια

✦ θηλ. αντισφαιρίστρια αθλητής, που επιδίδεται στην αντισφαίριση, τενίστας

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.