αντιπυρικός


αντιπυρικός
Προφορά

Ετυμολογία
αντιπυρικός αντί + πυρ

Ερμηνεία
επίθετο┘ αντιπυρικός -ή, -ό

✦ που καταπολεμά τη φωτιά, που εμποδίζει την εξάπλωση της φωτιάς: αντιπυρική ζώνη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.