αντιμεύω
Προφορά
Ετυμολογία
αντιμεύω μεσαιωνική ελληνική ἀντιμεύω, από το ἀνταμείβω, με αποκατάσταση της πρόθ. ἀντί• η κατάλ. -εύω αναλογικά προς τα ρ. σε -εύω
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αντιμεύω
✦ ανταμείβω, ξεπληρώνω: ας σ’ αντιμέψει ο κύρης μου (Β. Ρώτας)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–