αντιλογώ
Προφορά
Ετυμολογία
αντιλογώ αρχαία ελληνική ἀντιλογῶ
Ερμηνεία
└ρήμα┘ αντιλογώ -είς, -εί
✦ φέρνω αντίρρηση, αντιλέγω: ενώ ο παπάς κάτι προσπαθούσε να αντιλογήσει, ο γέρος βρόντηξε τη γροθιά του στο τραπέζι (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–