αντικαταβολή


αντικαταβολή
Προφορά

Ετυμολογία
αντικαταβολή αντικαταβάλλω

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αντικαταβολή

✦ χρηματιστηριακή σύμβαση αγοράς ή πώλησης αξιών σε δεδομένη προθεσμία έναντι καταβολής ορισμένου ποσού
✦ καταβολή της αξίας εμπορεύματος κατά τη στιγμή της παραλαβής του

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.