αντικίνητρο
Προφορά
Ετυμολογία
αντικίνητρο αντί + κίνητρο
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το αντικίνητρο
✦ ό,τι αντιβαίνει σε κίνητρο, εμποδίζει την ανάπτυξη δραστηριότητας, αναχαιτίζει δράση: τα κίνητρα που θεσπίστηκαν για την ανάπτυξη της βιομηχανίας, στην ουσία είναι αντικίνητρα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–