αντιεμπορικός
Προφορά
Ετυμολογία
αντιεμπορικός αντί + εμπορικός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντιεμπορικός -ή, -ό
✦ αυτός που δεν έχει εμπορικότητα, δεν έχει εμπορική αξία: παρά τις καλές κριτικές, η έκδοση αποδείχτηκε αντιεμπορική – αντιεμπορική ταινία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–