αντιδάνειο


αντιδάνειο
Προφορά

Ετυμολογία
αντιδάνειο └ουδ┘ του επιθέτου αντιδάνειος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αντιδάνειο

✦ γλωσσολογικός όρος που αναφέρεται στο φαινόμενο κατά το οποίο λέξη, αφού εισαχθεί σε άλλη γλώσσα, επιστρέφει ως δάνειο στη μητρική γλώσσα με ξένη μορφή: π.χ. πάρλα
Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.