αντεροβγάλτης
Προφορά
Ετυμολογία
αντεροβγάλτης άντερο + βγάζω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο αντεροβγάλτης
✦ θηλ. αντεροβγάλτισσα αιμοβόρος, αυτός που ξεκοιλιάζει τα θύματά του
✦ ο δύστροπος για τον συνομιλητή του
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–