αντερί


αντερί
Προφορά

Ετυμολογία
αντερί └τουρκ┘entari

Ερμηνεία
ουσιαστικό
ουδέτερο το αντερί

✦ μακρύ ένδυμα με μανίκια που φορούν οι ιερείς μέσα από το ράσο: ο παπάς… έχωσε το δεξί του σε μιαν τσέπη μεγάλη σα σακούλα που ‘χε στο αντερί του (Π. Πρεβελάκης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.