αντεπιστέλλον


αντεπιστέλλον
Προφορά

Ετυμολογία
αντεπιστέλλον μτχ. του μεταγενέστερη ελληνική ρ. ἀντεπιστέλλω

Ερμηνεία
αντεπιστέλλον

✦ (μέλος) μέλος ακαδημίας ή άλλου πνευματικού ιδρύματος, που κατοικεί σε τόπο διαφορετικό από τον τόπο όπου εδρεύει η ακαδημία ή το ίδρυμα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.