αντίσταση


αντίσταση
Προφορά

Ετυμολογία
αντίσταση αρχαία ελληνική ἀντίστασις

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η αντίσταση

✦ αντίδραση σε κάποια ενέργεια
✦ άρνηση υποταγής
✦ άμυνα εναντίον εχθρικής επίθεσης
✦ αγώνας εναντίον τυραννικού καθεστώτος ή ξένης κατοχής
✦ αντίδραση σώματος κατά της ενέργειας που ασκείται σ’ αυτό από άλλο σώμα: αντίσταση της ύλης – του αέρα
✦ (μηχαν.) δύναμη που αντιτίθεται στην κίνηση
✦ (ηλεκτρολ.) ηλεκτρική αντίσταση, ιδιότητα αγωγού που διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα· εκφράζει το λόγο της διαφοράς δυναμικού που εφαρμόζεται στα άκρα αγωγού προς την ένταση του ρεύματος που τον διαρρέει
✦ (ηλεκτρολ.) εξάρτημα μόνωσης των αγωγών ενός δικτύου, που εμποδίζει τη διαρροή ενέργειας

Συνώνυμα

Αντίθετα
υποχώρηση, υποταγή
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.