αντίπρωρος


αντίπρωρος
Προφορά

Ετυμολογία
αντίπρωρος αρχαία ελληνική ἀντίπρῳρος

Ερμηνεία
αντίπρωρος

✦ κ. αντιπλωρος, -η, -ο επίθ. (Κ -πρωρος, -ος, -ον) για άνεμο, που πνέει αντίθετα προς την πλώρη του πλοίου

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
αντίπρωρα κ.αντίπλωρα, με την πλώρη στραμμένη προς τον άνεμο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.