αντίθεος
Προφορά
Ετυμολογία
αντίθεος αρχαία ελληνική ἀντίθεος• αρχαία ελληνική σημ. όμοιος ή ίσος προς τους θεούς
Ερμηνεία
└επίθετο┘ αντίθεος -η, -ο
✦ άπιστος, άθεος
✦ το αρσ. αντίθεος ως ουσ., ο διάβολος, ο σατανάς
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–