αντίδραση
Προφορά
Ετυμολογία
αντίδραση μεταγενέστερη ελληνική ἀντίδρασις
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η αντίδραση
✦ δράση αντίθετη προς άλλη, αντίσταση που προκαλείται από κάποια ενέργεια: αντίδραση του οργανισμού κατά των νοσογόνων μικροβίων
✦ προσπάθεια, δράση, ενέργεια κτλ. που στρέφεται εναντίον πολιτικού μέτρου ή ενέργειας: αντίδραση της αντιπολιτεύσεως κατά του νομοσχεδίου – τα νέα μέτρα θα προκαλέσουν την αντίδραση των εργαζομένων
✦ (ειδ.) η πολιτική τάση που στρέφεται κατά των νέων ιδεών, που αποσκοπεί στη συντήρηση του κατεστημένου
✦ οι αντιδραστικοί, ως τάξη ή ως εξουσία
✦ (φυσ.) η ίση και αντίθετη δύναμη που αντιτάσσει ένα σώμα, όταν δέχεται την επίδραση δυνάμεως
✦ (χημ.) χαρακτηριστικό φαινόμενο που προκαλείται από την επίδραση ουσίας σε άλλη
Συνώνυμα
αντενέργεια, αντίπραξη
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–