αντάρτικος


αντάρτικος
Προφορά

Ετυμολογία
αντάρτικος αντάρτης

Ερμηνεία
αντάρτικος

✦ -ή, -ό κ. αντάρτικος, -η, -ο επίθ. (Κ -ή, -όν) ο σχετικός με τους αντάρτες
✦ το αντάρτικο ως ουσ., το σύνολο ή η οργάνωση των ανταρτών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ανταρτικά κ.αντάρτικα (Κ ανταρτικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.