ανομολογώ


ανομολογώ
Προφορά

Ετυμολογία
ανομολογώ αρχαία ελληνική ἀνομολογῶ

Ερμηνεία
ρήμα ανομολογώ -είς, -εί

✦ συμφωνώ, αναγνωρίζω, δέχομαι κατηγορηματικά κάτι: ανομολογούσε τα κρίματά του ελπίζοντας σε συγχώρεση
✦ μτχ. παθητ. ενεστ. ανομολογούμενος, ο γενικά παραδεκτός, πανθομολογούμενος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.