ανοίκιαστος


ανοίκιαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ανοίκιαστος ἀ στερητικό + νοικιάζω

Ερμηνεία
επίθετο┘ ανοίκιαστος -η, -ο

✦ που δε νοικιάστηκε

Συνώνυμα

Αντίθετα
νοικιασμένος, μισθωμένος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.