ανισορροπία


ανισορροπία
Προφορά

Ετυμολογία
ανισορροπία ανισόρροπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ανισορροπία

✦ έλλειψη ισορροπίας, αστάθεια |(ιατρ.) διαταραχή των ψυχοπνευματικών δυνάμεων του ανθρώπου: ήτανε γεμάτος αντιφάσεις… κι όμως η όψη του ανάδινε κάποια σταθερότητα, δεν φανέρωνε καμιάν ανισορροπία στην ψυχή του (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.