ανιμισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ανιμισμός └λατιν┘ anima (= ψυχή, πνεύμα)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανιμισμός
✦ πρωτόγονη δοξασία, σύμφωνα με την οποία όλα τα όντα, τα φαινόμενα και τα πράγματα έχουν ανθρωπομορφική ψυχή, και η λατρεία τους
✦ φιλοσοφική θεωρία που δέχεται ότι η ψυχή αποτελεί τη βασική αρχή της σκέψης και της οργανικής ζωής
Συνώνυμα
ψυχολατρεία
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–