ανιμαλισμός
Προφορά
Ετυμολογία
ανιμαλισμός └αγγλ┘animalism
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ανιμαλισμός
✦ θεωρία κατά την οποία ο άνθρωπος είναι απλώς ένα από τα έμβια όντα, χωρίς πνευματική υπόσταση
✦ έλλειψη πνευματικότητας, ενδιαφέρον για τις φυσικές ορμές περισσότερο παρά για τις ηθικές, πνευματικές ή νοητικές δυνάμεις
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–